- αλιπής
- (I)ἀλιπής, -ές (Α) [λίπος]1. αυτός που δεν έχει λίπος, ισχνός, αχαμνός, άπαχος2. (για καλλυντικά) αυτός που δεν περιέχει λιπαρές ουσίες.————————(II)ἀλιπής, -ές (Α)συνεχής, αδιάλειπτος, αδιάκοπος, αέναος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -λιπής < ἔλιπον, λείπω].
Dictionary of Greek. 2013.